γλαφυρότητα

γλαφυρότητα
[-ης (-ητος)] η изящество, изысканность; приятность, прелесть Υλείμμα τό
1) лизание, облизывание; 2) потрава (посевов)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γλαφυρότητα" в других словарях:

  • γλαφυρότητα — η το να είναι κάτι γλαφυρό: Μας εντυπωσίασε η γλαφυρότητα της ομιλίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλαφυρότητα — η (AM γλαφυρότης) [γλαφυρός] η ιδιότητα τού γλαφυρού …   Dictionary of Greek

  • γλαφυρότητα — γλαφυρία elegance fem acc sg γλαφυρότης subtlety fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… …   Dictionary of Greek

  • γλαφυρία — γλαφυρία, η (Α) [γλαφυρός] 1. στιλπνότητα, λειότητα 2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια 3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα* …   Dictionary of Greek

  • εκφραστικότητα — η η ιδιότητα τού εκφραστικού, η ικανότητα να εκφράζει ή να εκφράζεται κάποιος ζωηρά και με ενέργεια, η παραστατικότητα, η γλαφυρότητα …   Dictionary of Greek

  • ευφράδεια — η (Α εὐφράδεια, ιων. και επικ. τ. εὐφραδίη) [ευφραδής] ευγλωττία, ευχέρεια λόγου νεοελλ. καλλιέπεια, γλαφυρότητα αρχ. η ορθή χρήση τής γλώσσας («τῶν μέγα δυνηθέντων ἐν εὐφραδείᾳ καὶ ἑλληνισμῷ παλαιῶν», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καλλιέπεια — η (AM καλλιέπεια) [καλλιεπής] το να μιλά ή να γράφει κανείς με σαφήνεια και γλαφυρότητα, το επιμελημένο ύφος τού λόγου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»